γυφτάκι

γυφτάκι
το
1. μικρός γύφτος
2. παιδί μελαχροινό, ατημέλητο και βρόμικο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γυφτάκι — το 1. μικρός γύφτος. 2. μτφ., μελαχρινό παιδί. 3. μτφ., παιδί βρόμικο και αφρόντιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γυφτάκος — ο το γυφτάκι …   Dictionary of Greek

  • γυφτόπουλο — το 1. παιδί γύφτου 2. το γυφτάκι …   Dictionary of Greek

  • γυφτάκος — ο το γυφτάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”